- υποφωσφορώδης
- -ες, Νφρ. α) «υποφωσφορώδες οξύ»χημ. ανόργανη χημική ένωση τού φωσφόρου, οξύ που παρασκευάζεται με οξίνιση, με την βοήθεια αραιού διαλύματος θειικού οξέος, ενός διαλύματος υποφωσφορώδους βαρίου, το οποίο με τη σειρά του παράγεται κατά την διαλυτοποίηση λευκού φωσφόρου σε θερμό διάλυμα υδροξειδίου τού βαρίουβ) «υποφωσφορώδη άλατα»χημ. τα άλατα τού υποφωσφορώδους οξέος που σχηματίζονται απευθείας, κατά την επίδραση φωσφόρου σε ζέοντα διαλύματα καυστικών αλκαλίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypophosphoreux < υπ(ο)-* + φωσφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.